μονάκριβος

μονάκριβος
η , ο
1) единственный, дорогой (о человеке); 2) один-единственный;

μονάκριβη θυγατέρα — единственная дочь


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "μονάκριβος" в других словарях:

  • μονάκριβος — η, ο (Μ μονάκριβος, η, ον) 1. (για παιδιά ή και γι αδέλφια) ένας και γι αυτό πολύ αγαπητός («κάποια νια πεντάμορφη, μονάκριβη δασκάλου θυγατέρα», Ζέρβ. λυρ.) 2. (κατ επέκτ.) καθένας που είναι πολύ αγαπητός 3. (για πράγματα) μοναδικός («έχω ένα… …   Dictionary of Greek

  • μονάκριβος — η, ο ο μόνος και ακριβός, λατρευτός και μοναδικός: Προστάτευε υπερβολικά το μονάκριβο γιο της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

  • μονογιός — ο (για πρόσ.) ο μόνος και πολυαγαπημένος, μονάκριβος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»